- κατοίησις
- κατοίησις, εως, ἡ,A self-conceit, Plu.2.1119b (pl.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κατοίησις — κατοίησις, ἡ (Α) [κατοίομαι] υπεροψία, έπαρση … Dictionary of Greek
κατοιήσεις — κατοίησις self conceit fem nom/voc pl (attic epic) κατοίησις self conceit fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)